Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

inward clearing


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο clearing παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: inward
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: clearing, clear, clearance

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clearing n (field)ξέφωτο ουσ ουδ
  ανοιχτωσιά ουσ θηλ
 Three deer stood in the clearing.
clearing n (act of clearing)εκκαθάριση ουσ θηλ
  (γη)εκχέρσωση ουσ θηλ
 The farmer did the clearing of the field yesterday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clear adj (transparent)διαφανής επίθ
  διάφανος επίθ
  (υγρό ή αέριο)διαυγής επίθ
 He poured water into a clear glass.
 Έριξε νερό σε ένα διαφανές ποτήρι.
clear adj (unambiguous)σαφής επίθ
  (καθομιλουμένη)ξεκάθαρος επίθ
 The message of the new law is clear.
 Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές).
clear adj (evident)προφανής, ξεκάθαρος επίθ
  ολοφάνερος επίθ
 The truth is clear to us.
 Η αλήθεια είναι προφανής σ' εμάς.
clear adj (with sharp definition)καθαρός επίθ
  (επίσημο)ευκρινής επίθ
 This television has a clear picture.
 Η τηλεόραση αυτή έχει καθαρή εικόνα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αστρικό φαινόμενο ήταν πιο ευκρινές από το βορινό μπαλκόνι του σπιτιού.
clear adj (view, path: unobstructed)απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος επίθ
  ελεύθερος, ανοιχτός επίθ
  (για κάτι που μπορώ να δω)καθαρά επίρ
 The students have a clear view of the teacher.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το σπίτι έχει απρόσκοπτη θέα στο πέλαγος.
 Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο.
clear adj (limpid)διαυγής, καθαρός επίθ
  (μεταφορικά, λόγιος)κρυστάλλινος επίθ
  (ποιητικό)λαγαρός επίθ
 They swam in clear mountain pools.
 Κολύμπησαν σε κρυστάλλινες λίμνες στο βουνό.
clear adj (skin: flawless) (δέρμα, επιδερμίδα)αψεγάδιαστος επίθ
  καθαρός επίθ
 You're so lucky to have such beautiful, clear skin!
 Είσαι τόσο τυχερή που έχεις τέτοιο δέρμα, όμορφο και αψεγάδιαστο!
clear [sth] vtr (unobstruct)ανοίξω ρ μ
  καθαρίζω ρ μ
 He had surgery to clear the blocked artery.
 Έκανε εγχείρηση για να του ανοίξουν τη βουλωμένη αρτηρία.
clear [sth] vtr (make tidy or empty) (ανάλογα την περίπτωση)καθαρίζω ρ μ
  μαζεύω ρ μ
  αδειάζω ρ μ
 When the family had finished eating, Tom's mother asked him to clear the table.
clear [sth] vtr (remove)καθαρίζω ρ μ
  απομακρύνω ρ μ
 The ploughs have to clear snow from the roads.
 Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clear adj (cloudless)καθαρός επίθ
  αίθριος επίθ
  ανέφελος επίθ
  (μόνο τη νύχτα)ξάστερος επίθ
 The sky is clear today.
clear adj (bright)φωτεινός επίθ
 That is a nice, clear, blue colour.
clear adj (of pure color)καθαρός επίθ
 Her eyes were a clear blue.
clear adj (with no uncertainty)βέβαιος, σίγουρος επίθ
 The soldiers are clear about their mission.
clear adj (free of guilt) (μεταφορικά)καθαρός επίθ
 The police officer does his job with a clear conscience.
clear adj (calm, serene) (μεταφορικά)καθαρός επίθ
 I always leave my yoga class with a clear mind.
clear adj (without deductions)καθαρός επίθ
 You'll make a clear twenty thousand.
clear adj (not encoded)καθαρός, απλός επίθ
  μη κρυπτογραφημένος περίφρ
 The message was clear; no one had scrambled it.
clear adj (sports: ahead)προηγούμαι ρ αμ
  μπροστά επίρ
 The away team is now 20 points clear.
clear of [sth] adj + prep (without debts or obligation) (μεταφορικά)ελεύθερος από κτ επίθ + πρόθ
  χωρίς επίρ
  απαλαγμένος από κτ επίθ + πρόθ
 It's hard to get a loan that's clear of interest.
 Είναι δύσκολο να πάρεις δάνειο ελεύθερο από τόκο.
 Είναι δύσκολο να πάρεις δάνειο χωρίς τόκο.
clear,
clear of [sth/sb]
adv
(away from) (από κάποιον/κάτι)μακριά επίρ
 Keep clear of him. He's dangerous.
 Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.
the clear n (unobstructed space)άνοιγμα ουσ ουδ
  ανοιχτός χώρος επίθ + ουσ αρσ
 He pushed through the opposing players and out into the clear, ready to receive the ball.
clear vi (become clear)καθαρίζω ρ αμ
 The sky cleared after the rain.
clear vi (check, account: be settled)εγκρίνομαι ρ αμ
 The check will clear in five days.
clear vi (become free of anxiety, etc.) (μεταφορικά)καθαρίζω ρ αμ
  (μεταφορικά)αδειάζω ρ αμ
 Just relax, and let your mind clear.
clear vi (clean a table after eating)μαζεύω τα πιάτα περίφρ
  μαζεύω τα τραπέζι, ξεστρώνω το τραπέζι περίφρ
 I'll serve dinner, and you clear when they have finished eating.
clear [sth] vtr (remove [sth] unwanted from)καθαρίζω ρ μ
  (επίσημο: από βλάστηση)αποψιλώνω ρ μ
 We will clear the land, and then plant new grass.
 Θα καθαρίσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι.
 Θα αποψιλώσουμε τη γη και μετά θα φυτέψουμε νέο χορτάρι.
clear [sth] vtr (make transparent)καθαρίζω ρ μ
 Clear the water with a fine mesh filter.
clear [sth] of [sth] vtr (remove or disperse) (προφορικό: ένα μέρος από κάτι)αδειάζω, καθαρίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη: κάτι από ένα μέρος)απομακρύνω ρ μ
 The police cleared the street of onlookers.
 Η αστυνομία άδειασε τον δρόμο από τους περίεργους.
 Η αστυνομία απομάκρυνε τους περίεργους από τον δρόμο.
clear [sth] vtr (disentangle)ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω ρ μ
 Let's clear our lines and resume fishing.
clear [sth] vtr (jump over)περνώ ρ μ
 The runner cleared all of the hurdles.
 Ο δρομέας πέρασε όλα τα εμπόδια.
clear [sth] vtr (pass over) (πάνω από κάτι)περνάω ρ μ
 The plane cleared the treetops.
clear [sth] vtr (pass under) (κάτω από κάτι)περνάω περίφρ
 The top of the trailer cleared the bridge with inches to spare.
clear [sth] vtr (pass by)προσπερνάω ρ μ
 The lobster boat cleared the shoals safely.
clear [sth] vtr (purify)καθαρίζω ρ μ
 We cleared the air with a filter.
clear [sb] vtr (acquit) (από κατηγορίες)απαλάσσω ρ μ
  αθωώνω ρ μ
 The court cleared the suspect of all charges.
clear [sb] vtr (approve, give permission)δίνω άδεια περίφρ
 The security office cleared the visitors to enter.
clear [sth] vtr (earn after expenses)βγάζω καθαρό κέρδος περίφρ
  (μτφ, καθομιλουμένη)καθαρίζω ρ μ
 Anne cleared a million in income this year.
 Η Άν έβγαλε καθαρό κέρδος ένα εκατομμύριο φέτος.
 Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος.
clear [sth] vtr (eliminate: a debt)εξοφλώ, αποπληρώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεπληρώνω ρ μ
 This final cheque will clear your debt.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να εξοφλήσεις (or: αποπληρώσεις) το χρέος σου σε λίγες δόσεις.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου σε λίγες δόσεις.
clear [sth] vtr (bank check: accept) (επιταγή)εγκρίνω ρ μ
  αποδέχομαι, δέχομαι ρ μ
 The bank cleared your check, so the purchase is now official!
 Η τράπεζα ενέκρινε την επιταγή σου, οπότε η αγορά ολοκληρώθηκε!
clear [sth] vtr (check: pass through)περνάω ρ μ
  (καθομιλουμένη: με κάτι)καθαρίζω
 We will meet you after you clear customs.
clear [sth] vtr (building, land: vacate)εκκενώνω ρ μ
 There was a fire alarm and everyone had to clear the building.
clear [sth] vtr (schedule: make time available) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα)ανοίγω, απελευθερώνω ρ μ
  (μεταφορικά)αδειάζω ρ μ
  (υπήρχε ήδη διαθεσιμότητα)βρίσκω κενό σε κτ, βρίσκω χρόνο σε κτ περίφρ
 Kate cleared her schedule so that she could visit her mother in hospital.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clearance n (headroom)ελεύθερο ύψος επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)ύψος ουσ ουδ
 The ceiling clearance is pretty low in this house.
 Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι.
clearance n (space, room to move) (σε ύψος)χώρος ουσ ουδ
  (αναφορά στο εμπόδιο)ύψος ουσ ουδ
  (μηχανική)διάκενο ουσ ουδ
 There is not enough clearance under the bridge to accommodate large trucks.
 Δεν υπάρχει αρκετός χώρος κάτω από τη γέφυρα για να περνάνε μεγάλα φορτηγά.
 Η γέφυρα δεν έχει αρκετό ύψος ώστε να περνάνε μεγάλα φορτηγά.
clearance n (closeout: sale to clear stock)ξεπούλημα ουσ ουδ
  (επίσημο)εκποίηση ουσ θηλ
 I bought a dress on clearance.
 Αγόρασα ένα φόρεμα στο ξεπούλημα.
clearance,
security clearance
n
(access to secret information)άδεια, εξουσιοδότηση ουσ θηλ
 Thomas does not have the necessary clearance for those files.
 Ο Τομάς δεν έχει την απαραίτητη εξουσιοδότηση για εκείνα τα αρχεία.
clearance n (aircraft, etc.: permission)άδεια ουσ θηλ
 The pilot was given clearance to take off.
 Ο πιλότος πήρε άδεια για την απογείωση.
clearance n (removal, clearing out)εκκαθάριση ουσ θηλ
 The company responsible for clearance will inventory all the items to be removed from the property and sold.
clearance,
clearing
n
(check: being credited to account)εκκαθάριση ουσ θηλ
 Clearance of checks takes four working days.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clearance adj (discounted, on sale) (τιμή, προϊόν)εκπτωτικός επίθ
  (σε γενική)προσφοράς, έκπτωσης ουσ ως επίθ
 The clearance section is at the back of the store.
clearance n (pharmacology: plasma volume measurement)κάθαρση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
clear | clearing | clearance
ΑγγλικάΕλληνικά
clear [sth] away vtr phrasal sep (put away neatly)καθαρίζω, μαζεύω ρ μ
 After the meal, Fiona began clearing away the plates.
clear off vi phrasal slang (go away) (καθομιλουμένη)αδειάζω τη γωνιά έκφρ
  (αργκό)παίρνω τον πούλο έκφρ
 Josie's little brother was annoying her, so she told him to clear off.
 Ο μικρός αδερφός της Τζόσι την εκνεύριζε. Γι' αυτό του είπε να της αδειάζει τη γωνιά.
clear out vi phrasal slang (leave a place)απομακρύνομαι, φεύγω ρ αμ
  βγαίνω ρ αμ
  (τον χώρο)εκκενώνω ρ μ
 The fire alarm went off and everybody had to clear out.
 Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.
clear out of [sth] vi phrasal + prep slang (leave: a place) (από κάτι)φεύγω ρ μ
  (κάτι)αφήνω ρ μ
 My landlord's given me a week to clear out of my flat.
 Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα.
clear [sth] out,
clear out [sth]
vtr phrasal sep
(space: remove clutter)μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ ρ μ
  αδειάζω ρ μ
 Anita cleared out all the closets in preparation for the move.
 Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση.
clear [sth] up vtr phrasal sep (make tidy)τακτοποιώ, συμμαζεύω ρ μ
  μαζεύω ρ μ
 Maria told the children to clear their toys up when they'd finished playing with them.
 Η Μαρία είπε στα παιδιά να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, όταν τελειώσουν το παιχνίδι.
clear [sth] up vtr phrasal sep figurative (clarify)διευκρινίζω, αποσαφηνίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ξεκαθαρίζω ρ μ
 I was hoping that you could clear something up for me.
 Ήλπιζα ότι μπορούσες να μου διευκρινίσεις κάτι.
clear up vi phrasal (ailment: get better)υποχωρώ ρ αμ
 The doctor told me the rash would clear up in about six weeks.
 Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.
clear up vi phrasal (weather: improve)βελτιώνομαι ρ αμ
  (μεταφορικά)ανοίγω ρ αμ
 The weather soon cleared up and the sun came out.
 Ο καιρός άνοιξε γρήγορα και βγήκε ήλιος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
clearing | clear | clearance
ΑγγλικάΕλληνικά
clearinghouse (US),
clearing house (UK)
n
(agency: settles transactions)γραφείο συμψηφισμού φρ ως ουσ ουδ
clearinghouse (US),
clearing house (UK)
n
(academic: handles information)γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών φρ ως ουσ ουδ
  γραφείο πληροφοριών φρ ως ουσ ουδ
 A scholarship clearinghouse is a source of information from a wide range of institutions.
mine-clearing operations npl (removal of explosive devices)επιχείρηση εκκαθάρισης ναρκοπεδίου έκφρ
 The company's mine-clearing operations destroyed the beautiful landscape.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inward clearing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inward clearing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!